ἐπαληθεύσει

ἐπαληθεύσει
ἐπαληθεύω
prove true
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπαληθεύω
prove true
fut ind mid 2nd sg
ἐπαληθεύω
prove true
fut ind act 3rd sg
ἐπαληθεύω
prove true
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπαληθεύω
prove true
fut ind mid 2nd sg
ἐπαληθεύω
prove true
fut ind act 3rd sg
ἐπᾱληθεύσει , ἐπαληθεύω
prove true
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐπᾱληθεύσει , ἐπαληθεύω
prove true
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναλήθευτος — η, ο αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής] …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”